Οι δύσκολες στιγμές για την 57χρονη -όπως η ίδια ισχυρίζεται- που κρατήθηκε επί 5 μήνες όμηρος σε σπίτι στη Συκιά Κορινθίας, ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2010, οπότε πέθανε ο άντρας της και τα αδέλφια του προσπάθησαν να οικειοποιηθούν την ακίνητη και κινητή περιουσία του, η οποία περνούσε πλέον στην κατοχή της. «Εγώ τότε συνειδητοποίησα ότι χρειάζομαι δικηγόρο για να μηνύσω τα αδέλφια του άνδρα μου. (...) Πήρα τηλέφωνο (σ.σ.: αναφέρει το όνομα φίλου του άνδρα της από την Πέραμο της Καβάλας) και μου είπε ότι "δεν έχεις πρόβλημα, έχω ξάδερφο τον καλύτερο κληρονομολόγο της Ελλάδας". (...) Στις 10/10/2010 μου τηλεφωνεί ο κύριος Χρήστος Παπαδόπουλος. (...) Την επόμενη ημέρα ήρθε σπίτι μου και του εξιστόρησα όλα αυτά που μου είχαν συμβεί με τα αδέλφια του άνδρα μου. Μου είπε ότι είναι απλή η υπόθεση μου και ότι βρήκε τερατώδη αυτά που μου είχαν συμβεί (...)». Ο Χρήστος Παπαδόπουλος θα συναντηθεί μαζί της ακόμα μία φορά, ενώ με πρόφαση κάποια προβλήματα που αντιμετώπιζε, θα εξαφανιστεί για λίγους μήνες από τη ζωή της. Θα εμφανιστεί όμως ξανά, και αυτή τη φορά θα τη γνωρίσει σε έναν 50χρονο φίλο του, τον «Ρωμαίο» όπως συνήθιζε να τον φωνάζει, ο οποίος περνούσε μια δύσκολη περίοδο καθώς δεν μπορούσε να συνέλθει από τον θάνατο της γυναίκας του. Στις 7 Δεκεμβρίου χτυπάει το τηλέφωνο μου και ακούω για πρώτη φορά τη φωνή του (σ.σ.: αναφέρει το όνομα του 50χρονου). Μου συστήθηκε, μου είπε ότι ήταν από τη Συκιά Κορινθίας και ότι ήταν φίλος του Χρήστου Παπαδόπουλου». Από την ημέρα εκείνη η 57χρονη ήρθε πιο κοντά με τον 50χρονο και τις τηλεφωνικές επικοινωνίες τους ακολούθησαν τα ραντεβού, μέχρι που εκείνη αποφάσισε να πάει να μείνει για μία εβδομάδα σε διαμέρισμα που της παραχωρούσε εκείνος στη Συκιά Κορινθίας. Στη Συκιά Κορινθίας η πλούσια χήρα θα γνωρίσει και τον πεθερό του 50χρονου, ο οποίος περνούσε δύσκολες ώρες μετά τον θάνατο της κόρης του.
Όπως αναφέρει στην κατάθεση της, ο 50χρονος της είχε πει ότι είχε πάει αρκετές φορές στο σπίτι της στην Αθήνα και είχε πάρει πράγματα για να τα πουλήσει, χωρίς εκείνη να του έχει δώσει τη συγκατάθεση της. Σε κάποια άλλη επίσκεψη της στο σπίτι της, πάντα συνοδεία του 50χρονου, διαπίστωσε ότι έλειπαν πίνακες, κρυστάλλινα αντικείμενα και συλλογές από παλιά σερβίτσια. «Του είπα ότι θέλω να με πάει στη γαλλική πρεσβεία. Του το είπα ψέματα, για να καταλάβω από την αντίδραση του εάν είμαι εγκλωβισμένη. Δυστυχώς, ήμουν».
«Τον έφερε να με τσιμεντώσει»
ΤΟΤΕ στη ζωή της μπαίνει ένας ακόμα άγνωστος άνδρας, τον οποίο της γνωρίζει ο 50χρονος, «Τον έφερε στο σπίτι μια μέρα και μου τον σύστησε. Τον έφερε να με τσιμεντώσει, δηλαδή να με θάψει στον λάκκο που μου είχε ανοίξει ο (σ.σ.: αναφέρει το όνομα του 50χρο-νου). Μου έλεγε ότι "εγώ το βράδυ σκάβω λάκκους, ο πρώτος λάκκος είναι για εσένα". Μου έλεγε ότι δεν θα με σκοτώσει απλώς, ότι θα με βασανίσει πριν με τρόπο που αυτός θέλει. (...) Ο (σ.σ.: αναφέρει όνομα φίλου του 50χρονου) ανέβηκε στο διαμέρισμα και μου πήρε μία βυζαντινή εικόνα του 1620 μεγάλης αξίας, ένα βυζαντινό τρίπτυχο, καθώς και τον φάκελο με τις υπογραφές των οπλαρχηγών του '21 και έγγραφα Βαλκανικών πολέμων, επίσης μεγάλης αξίας. Άκουσα ότι τα έβαλαν σε θυρίδα. Δεν τα πούλησαν γιατί τους φόβισα ότι οι εικόνες είναι παράνομες. Ο (σ.σ.: αναφέρει το όνομα φίλου του 50χρονου) μου είχε πάρει επίσης δύο σπαθιά, έναν πίνακα του Ντορίς και δύο πίνακες του Ζενετζή». Όλο αυτό το διάστημα, όπως εξηγεί η 57χρονη, ο 50χρονος είχε βάλει τουλάχιστον εφτά με οχτώ διαφορετικά άτομα να τη φυλάνε για να μη βγει από τα διαμέρισμα, τα οποία όμως όταν τους εξηγούσε τι συμβαίνει, έφευγαν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου